-
1 περιττού
-
2 περιττοῦ
-
3 περισσός
περισσός, att. -ττός (περί, πέριξ), über die Zahl, das Maaß, dah. übergroß, reichlich; περισσὰ δῶρα, überschwängliche Gaben, Hes. Th. 399; στάϑμας τινὸς περισσᾶς, Pind. P. 2, 91; u. adverbial, βάρυνϑεν περισσά, N. 7, 43; ξόανον, gewaltig groß, Ep. ad. 127 (IX, 601); – gew. mit tadelndem Nebenbegriffe, mehr als man braucht oder gut ist, überflüssig, unnütz; μόχϑος, Aesch. Prom. 383; αὐδῶ σε μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί, Spt. 1034; πρὸς τὸ ἄχος εἶ περισσά, Soph. El. 152, erkl. der Schol. ἄμετρος ἐν τῷ ϑρηνεῖν, übermäßig im Trauern; mit ἀνόνητος vrbdn, Ai. 745; περισσὰ δρᾶν, Tr. 614, wie sonst πολυπραγμονεῖν, vgl. Ant. 68; πόνος περισσός ἐστι τἀν Ἅιδου σέβειν, 776; περισσὸν οὐδὲν πέπ ονϑας, Eur. Hipp. 437; auch περισσὰ φωνεῖν, Suppl. 459 (vgl. Valck. diatr. 68); u. adverbial, τῇ περίσσ' εὐκαρδίῳ, Hec. 579, wie λαβοῠσαν ἄγραν τάνδε περισσὰν περισσῶς, Bacch. 1195; in Prosa: τούτους καὶ ἄλλα μηχανᾶσϑαι περισσά, καὶ δὴ καί –, Her. 2, 32; auch περισσότερον τῶν ἄλλων ϑάψαι τὴν ϑυγατέρα, prunkvoller, 2, 129; ἡ περιττὴ ἐπιμέλεια τοῠ σώματος, Plat. Rep. III, 407 b; ἐκ περιττοῠ, überflüssig, unnöthig, z. B. γίγνεσϑαι, Soph. 265 e, vgl. Prot. 338 b; περιττότερον, mehr, anders; vgl. οὐδὲν περιττότερον καταδεδαρϑηκὼς ἀνέστην μετὰ Σωκράτους ἢ εἰ μετὰ πατρὸς καϑηῠδον, Conv. 219 c; περιττότερον τῶν αλλων ἤσκησα, Isocr. 3, 44; der auch verbindet τὰ περιττὰ τῶν ἔργων καὶ τερατώδη καὶ μηδὲν ὠφελοῠντα τοὺς ἄλλους, 12, 77; ὁ π. ἐν τοῖς λόγοις Δημοσϑένης, Aesch. 1, 119; auch subtil, καὶ ἀκριβής, Arist. top. 6, 4; οὐδὲν περιττότερον ἤπερ, Pol. 31, 6, 7; περιττὰ τῶν ἀρκούντων, mehr als hinreichend, Xen. Cyr. 8, 2, 21; περιττῷ κυκλοῠσϑαι, durch die Ueberzahl umzingeln, 6, 3, 20, vgl. An. 4, 8, 11, öfter. Bei Sp. auch im guten Sinne, dem Gemeinen, Gewöhnlichen entgegengesetzt. – Bei Zahlenbestimmungen = ungrade, Ggstz ἄρτιος, Plat. Prot. 356 e Polit. 282 c u. öfter. Sonst drückt es auch bei einer bestimmten Zahl ein bloßes Darüber oder Mehr aus, εἴκοσι περιττά, zwanzig und mehr.
-
4 περισσον
атт. περιττόν τό1) избыток, излишек Xen.ἐκ (τοῦ) περιττου Plat. — в избытке и сверх того, Polyb. бесполезно;
τὸ π. τούτου NT. — то, что сверх этого2) преимущество, превосходство(τί τὸ π.; NT.)
-
5 παρέλκω
A (v.l. -ελκύσῃς): [tense] aor. : [tense] pf.- είλκυκα PMagd.6.10
(iii B. C.) : [tense] pf. [voice] Pass. - είλκυς μαι : — draw aside,π. πραγμάτων ὀρθὰν ὁδόν Pi.O.7.46
; π. τὸ ἀκόντισμα draw it out sideways, Plu.Cam.2 ; π. ἑαυτόν withdraw secretly, Id.Cleom.8 ; π. τινὰ ἀπὸ .. Chrysipp. ap. D.L.7.182 (v. l.);π. ἡ φαντασία πρός τι S.E.P.2.77
:—[voice] Med., draw aside to oneself, get hold of by craft,οὕνεκα τῶν μὲν δῶρα παρέλκετο Od.18.282
.2 lead alongside, as a led horse, Hdt.3.102 :—[voice] Med., ὁ ἐλαύνων τὸν ἕτερον παρέλκεται Harp.s.v. ἅμιπποι :—[voice] Pass., παρέλκεσθαι ἐκ γῆς to be towed from the bank, Hdt. 2.96.3 κενὰς παρέλκειν ( τὰς κώπας, acc. to Sch.) pull them through the air, without dipping them, i. e. make a mere show of working, Ar. Pax 1306.4 drag in, ὅταν ἀπορήσῃ.., τότε π. αὐτόν (sc. τὸν νοῦν) Arist.Metaph. 985a20 ; τὰ Ἰουδαϊκὰ εἰς τὸν μῦθον π. Plu.2.363d:— [voice] Pass., to be brought in as an accompaniment, Phld.Mus.p.95 K.II spin out in time,τὰ κατὰ τὸν κίνδυνον π. ὀλίγας ἡμέρας Plb.2.70.3
, etc.; μηδὲν παρέλκων without delay, SIG306.43 (Tegea, iv B. C.): c. acc., put off, fob off, τινα PMagd.l.c., etc.: abs., μὴ μύνῃσι παρέλκετε put not things off by excuses, Od.21.111 ; alsoπ. τὸν χρόνον D.H.2.45
, Luc.Am.54 :—[voice] Pass., to be delayed, Plb.5.30.5, 22.4.11, D.H.10.19.III intr., to be prolonged, continue, Luc.Am.25, Eun.Hist.p.260 D.;ἡδονῆς παρέλκοντα μέτρα Luc.Am.21
.2 to be redundant,περιττὰ καὶ παρέλκοντα Ph.1.227
, cf. Phld.D.3.14, Arr. Epict.1.7.29, S.E.P.2.175 ; περὶ τῶν παρελκόντων λόγων, title of work by Chrysippus, Stoic.2.7: so in Gramm.,τὰ παρέλκοντα A.D.Pron. 3.6
:—[voice] Pass., τὰ ἐκ περιττοῦ παρελκόμενα τοῖς ἐπιτηδεύμασι things merely appended to the arts, extraneous additions to them, Plb.9.20.6, cf. D.H.4.20, Plu.2.386d, A.D.Pron.79.27.IV intr., to be derived, ἀπό .. ib.6.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρέλκω
-
6 περισσός
περισσός, [dialect] Att. [full] περιττός, ή, όν, (from περί, as ἔπισσαι from ἐπί, μέτασσαι from μετά)A beyond the regular number or size, prodigious, (never in Hom.);μος Trag.Adesp.458.3
; στάθμα, dub.sens., v. ἕλκω B. 3.2 out of the common, extraordinary, strange, ἔ τι περισσὸν εἰδείη if he has any signal knowledge, Thgn.769; εἴ τι φρονεῖς καί τι περισσὸν ἔχεις Philisc.( PLG2.327);π. λόγος S.OT 841
; (lyr.); (lyr.);βίος οὐδὲν ἔχων π. ἀλλὰ πάντα σμικρά Antipho Soph.51
;οὐ γὰρ π. οὐδὲν οὐδ' ἔξω λόγου πέπονθας E.Hipp. 437
;περισσότερα παθήματα Antipho 3.4.5
;τὰ π. τῶν ἔργων καὶ τερατώδη Isoc.12.77
; ἴδια καὶ π. Id.15.145 ;π. καὶ θαυμαστά Arist.EN 1141b6
; πρᾶξις π. Id.Pol. 1312a27 ;οὐθὲν δὴ λέγοντες π. φαίνονταί τι λέγειν Id.Metaph. 1053b3
; τί π. ποιεῖτε; Ev.Matt.5.47;περιττοτάτη φύσις Arist.HA 531a9
; συνανθρωπίζον.. πάντων περισσότατον, of the dog, Ath.13.611c, cf. Clearch.24 ; in Literature, striking, τὸ περιττόν, as a quality of οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι, Arist.Pol. 1265a11; τὰ σοφὰ καὶ τὰ π. refinements, Epicur.Fr. 409 ; opp. κοινὸς καὶ δημώδης, Longin.40.2 (but also, elaborate,π. καὶ πεποιημένος Id.3.4
; in bad sense, far-fetched, D.H.Pomp.2, Dem.56).3 of persons, extraordinary, remarkable, esp. for great learning,π. ὢν ἀνήρ E.Hipp. 948
;τοὺς.. π. καί τι πράσσοντας πλέον Id.Fr. 788
; δυστυχεῖς εἶναι τοὺς π. Arist.Metaph. 983a2 ;π. γένος τῶν μελιττῶν Id.GA 760a4
: freq. with the manner added,π. κατὰ φιλοσοφίαν Id.Pr. 953a10
; περὶ τὸν ἄλλον βίον περιττότερος somewhat extravagant or eccentric, Id.Pol. 1267 b24; τῇ φύσει π. Id.HA 622b6;κάλλει Plu.Demetr.2
;ἐν ἅπασι Id.Dem. 3
;τὴν ὥραν Alciphr.1.12
: c. inf., D.H.Comp.18.4 c. gen., περισσὸς ἄλλων πρός τι beyond others in.., S.El. 155; θύσει τοῦδε περισσότερα greater things than this, AP6.321 (Leon.Alex.); one greater than..,Ev.Matt.11.9
.II more than sufficient, superfluous,αἱ π. δαπάναι X.Mem.3.6.6
; περιττὸν ἔχειν to have a surplus, Id.An.7.6.31; οἱ μὲν.. περιττὰ ἔχουσιν, οἱ δὲ οὐδὲ τὰ ἀναγκαῖα .. Id.Oec.20.1 : c. gen., τῶν ἀρκούντων περιττά more than sufficient, Id.Cyr. 8.2.21;τὰ π. τῶν ἱκανῶν Id.Hier.1.19
: freq. in military sense, οἱ π. ἱππεῖς the reserve horse, Id.Eq.Mag.8.14; οἱ π. τῆς φυλακῆς ib.7.7; π. σκηναί spare tents, Id.Cyr.4.6.12 (but τοῖς περιττοῖς χρήσεσθαι their superior numbers, Id.An.4.8.11, cf. Cyr.6.3.20); τὸ π. the surplus, residue, Inscr. ap. eund.An.5.3.13 (but τὸ π. τοῦ Ἰουδαίου the advantage of the Jew, Ep.Rom.3.1); Ἁρπυιῶν τὰ π. their leavings, AP11.239 (Lucill.); τὸ π. τῆς ἡμέρας the remainder of the day, X.Eph.1.3; π. γράμματα supplementary provisions in a will, BGU 326ii9 (ii A.D.).2 in bad sense, superfluous, useless, οὐδέ τι τοῦ παντὸς κενεὸν πέλει οὐδὲ π. Emp.13 ; μόχθος π. A.Pr. 385, cf. S.Ant. 780;π. κἀνόνητα σώματα Id.Aj. 758
;βάρος π. γῆς ἀναστρωφώμενοι Id.Fr. 945
; (lyr.);τὰ γὰρ π. πανταχοῦ λυπήρ' ἔπη Id.Fr.82
; ;π. πάντες οὑν μέσῳ λόγοι E.Med. 819
;π. φωνῶν Id.Supp. 459
.3 excessive, extravagant, μηχανᾶσθαι περισσά commit extravagances, Hdt.2.32 ; περισσὰ δρᾶν, πράσσειν, to be over-busy, S.Tr. 617, Ant.68; π. φρονεῖν to be over-wise, E.Fr. 924 (anap.);ἡ π. αὕτη ἐπιμέλεια τοῦ σώματος Pl.R. 407b
; μῆκος πολὺ λόγων π. Id.Lg. 645c; redundant, overdone,οἱ καρτεροὶ καὶ π. λόγοι Id.Ax. 365c
, etc.; of dress, ἐσθὴς π. Plu.2.615d;περισσοτέρα λύπη 2 Ep.Cor.2.7
; τοῦ τὰ δέοντ' ἔχειν περιττὰ μισῶ I hate extravagance in comparison with moderation, Alex.254, etc.4 of persons, over-wise, over-curious,περισσὸς καὶ φρονῶν μέγα E.Hipp. 445
, cf.Ba. 429(lyr.); ὁ πολυπράγμων καὶ π. Plb.9.1.4; τὴν περὶ τὸ σῶμα θεραπείαν ἀκριβὴς καὶ π. Plu.Cic.8; so, of speakers,π. ἐν τοῖς λόγοις Δημοσθένης Aeschin.1.119
.5 as a term of praise, subtle, acute,ἀκριβὴς καὶ π. διάνοια Arist.Top. 141b13
.III Arith., ἀριθμὸς π. an odd, uneven number, opp. ἄρτιος, Epich.170.7, Philol.5, Pl.Prt. 356e, etc.;π. ἡμέραι Hp.Aph. 4.61
; τὸ π. καὶ τὸ ἄρτιον the nature of odd and even, Pl.Grg. 451c, etc.; π. χῶραι the odd places in a verse, Heph.5.1 ; ἀρτιάκις π. ἀριθμός a number divisible by an odd number an even number of times, as 2, 6, 10, Euc.7 Def.9.IV περισσότεροι more in number, extra, Carnead. ap. S.E.M.9.140.V περιττόν, τό, = στρύχνος μανικός, θρύον 11, Thphr.HP9.11.6;περισσόν Dsc.4.73
;περίσκον Orib.12.8.56
.B Adv. περισσῶς extraordinarily, exceedingly,θεοσεβέεες π. ἐόντες Hdt.2.37
; ἐπαινέσεται π. E.Ba. 1197 (lyr.); π. παῖδας ἐκδιδάσκεσθαι to have them educated overmuch, Id.Med. 295; περιττοτέρως τῶν ἄλλων far above all others, Isoc.3.44;περισσότερον τοῦ ἑνός Luc. Pr.Im.14
; alsoπερισσά Pi.N.7.43
, E.Hec. 579, etc.2 remarkably, περισσότερον τῶν ἄλλων θάψαι τινά more sumptuously, Hdt.2.129 ;οἴκησις π. ἐσκευασμένη Plb.1.29.7
; περιττότατα ἔχειν to be most remarkable, Arist.HA 589a31 ;κοσμουμένη π. καὶ σεμνῶς Plu.2.145e
; περισσότατα ἀνθρώπων θρησκεύειν in the most singular way, D.C.37.17; ἡδέως καὶ π. in an uncommon manner, D.H.Comp.3; εἰπεῖν στρογγύλως καὶ π. Id.Is.20 ; ἰδίως καὶ π. Plu.Thes.19 ; τὰ καινῶς ἱστορούμενα καὶ π. Id.2.30d.4 with a neg., οὐδὲν περισσὸν τούτων nothing more than or beyond these, Antipho 3.4.6 ; ; οὐδὲν π. ἢ εἰ .. no otherwise than if.., Id.Smp. 219c; περισσόν alone, furthermore, LXX Ec.12.12,al.II ἐκ περιττοῦ superfluously, uselessly, Pl.Prt. 338c, Sph. 265e ; but ὑπερέχειν ἐκ π. to be far superior, Id.Lg. 734d, cf. 802d ; ἡ κάμινος ἐκαύθη ἐκ π. Thd.Da.3.22;ἐκ π. χρησάμενος τῇ παρρησίᾳ Luc.
Pro Merc.Cond.13; cf. ὑπερεκπερισσοῦ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισσός
-
7 ἐξικμάζω
A send forth moisture, cause to exude,ἡ θερμότης ἐ. τὸ ὑ γρὸν ἐκ τοῦ γεώδους Arist.GA 718b19
; τὸ σπέρμα ib. 727b24, cf. HA 583a11:—[voice] Pass., to be exuded or evaporated, Id.Mete. 385b8, Sens. 443a14.II deprive of moisture, suck dry, Id.HA 594a13;ἐ. τὴν ὑγρότητα Thphr. CP4.8.4
(cod. Urb.):—[voice] Pass., digested,Pl.
Ti. 33c, Arist.PA 675b31; ; lose all moisture, Thphr.HP5.7.4, 7.5.1; of athletes,τοῦ περιττοῦ -άζεσθαι Philostr.Gym.58
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξικμάζω
-
8 περισσός
περισσός, über die Zahl, das Maß, dah. übergroß, reichlich; περισσὰ δῶρα, überschwängliche Gaben; ξόανον, gewaltig groß; gew. mit tadelndem Nebenbegriffe: mehr als man braucht oder gut ist, überflüssig, unnütz; πρὸς τὸ ἄχος εἶ περισσά, übermäßig im Trauern; ἐκ περιττοῠ, überflüssig, unnötig; περιττότερον, mehr, anders; περιττὰ τῶν ἀρκούντων, mehr als hinreichend; περιττῷ κυκλοῠσϑαι, durch die Überzahl umzingeln; im guten Sinne: dem Gemeinen, Gewöhnlichen entgegengesetzt. Bei Zahlenbestimmungen = ungrade. Sonst drückt es auch bei einer bestimmten Zahl ein bloßes Darüber oder Mehr aus, εἴκοσι περιττά, zwanzig und mehr
См. также в других словарях:
περίττου — Ν [περιττός] επίρρ. ως εκ περισσού, επί πλέον … Dictionary of Greek
περιττοῦ — περισσός beyond the regular number masc/neut gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσός — ή, ό και περιττός, ή, ό / περισσός, ή, όν, ΝΜΑ, και περσός, ή, ό Ν, και αττ. τ. περιττός, ή, όν, Α 1. αυτός που υπερβαίνει το κανονικό μέτρο, που περισσεύει, που πλεονάζει, περίσσιος, παραπανήσιος 2. άφθονος, πολύς 3. (στη νεοελλ. μόνον ο τ.… … Dictionary of Greek
περιττότητα — η / περισσότης, ητος και αττ. τ. περιττότης, ΝΜΑ [περιττός/περισσός] 1. η ιδιότητα τού περιττού, το να είναι κάτι περιττό, παραπανήσιο, άχρηστο 2. η ιδιότητα τού περιττού αριθμού, το να είναι ένας αριθμός περιττός … Dictionary of Greek
αντίστροφος — (Μαθημ.).Έστω α ένας, διαφορετικός από τον 0, πραγματικός (ή μιγαδικός) αριθμός. Είναι γνωστό τότε ότι υπάρχει ακριβώς ένας β, πραγματικός (ή μιγαδικός) αριθμός με: β·α = α·β = 1. O β ονομάζεται ο α. του α και συμβολίζεται είτε με α 1 (διαβάζεται … Dictionary of Greek
γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… … Dictionary of Greek
εκβολή — η (AM ἐκβολή) 1. το να εκβάλλεται κάτι, να βγαίνει από τη θέση του, εξαγωγή, βγάλσιμο («εκβολή ριζών») 2. το μέρος όπου ο ποταμός χύνεται στη θάλασσα νεοελλ. (ως ναυτικός όρος) είδος αβαρίας αρχ. μσν. 1. εκδίωξη, εξορία 2. φρ. «ἐκβολὴ ἄρθρου»… … Dictionary of Greek
εφόλκιο — το (ΑΜ ἐφόλκιον) [εφολκός] ναυτ. μικρό πλοίο ή λέμβος που ρυμουλκείται πίσω από ένα μεγάλο πλοίο, εμπορικό ή πολεμικό, κν. φελούκα, σκαμπαβία μσν. αρχ. συνεκδ. παράρτημα, προσάρτημα, συμπλήρωμα, προσθήκη αρχ. 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐφόλκια… … Dictionary of Greek
θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… … Dictionary of Greek
παγόδα — Οικοδόμημα θρησκευτικού χαρακτήρα, το οποίο συνδέεται με τη βουδιστική λατρεία, με μορφή πύργου, συνήθως από πέτρα, άλλοτε από ψημένο πηλό, σπάνια από ξύλο (Ιαπωνία). Είναι διαδεδομένη στην Ασία και ιδιαίτερα στην Ινδία, στην Κίνα, στην Ιαπωνία… … Dictionary of Greek
παραπλήρωσις — ἡ [παραπληρώ] η υπερπλήρωση, το παραγέμισμα («τὸ δὲ μή πώ τι ἀργήν ἔχει τὴν παραπλήρωσιν ἔστι γὰρ ἀντὶ τοῡ μή τι, περιττοῡ κειμένου τοῡ πω», Ευστ.) … Dictionary of Greek